μούντζα

μούντζα
[мунтза] ουσ. Θ. оскорбительный жест рукой, клякса.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μούντζα" в других словарях:

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — η προσβλητική χειρονομία με ανοιχτή παλάμη, το φάσκελο: Έριξα μια μούντζα στον οδηγό που με προσπέρασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάσκελο — και σφάκελο, το, Ν μούντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφάκελος* (II) «υβριστική χειρονομία, μούντζα», με αλλαγή γένους κατά τα ουδ. Ο τ. φάσκελο με μετάθεση τού σ ] …   Dictionary of Greek

  • Moutza — Single moutza …   Wikipedia

  • μουντζογένης — μουντζογένης, ὁ (Μ) (σκωπτικά) αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα στάχτες και καπνιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + γένης (< γένι), πρβλ. μαυρο γένης, τραγο γένης] …   Dictionary of Greek

  • μουντζοκουρεμένος — και μουζοκουρεμένος, η, ον (Μ) κουρεμένος και αλειμμένος στο πρόσωπο με στάχτη ή καπνιές ή ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + κουρεμένος (< κουρεύω)] …   Dictionary of Greek

  • μουντζοκόπος — και μουζοκόπος, ὁ (Μ) αυτός που ασχολείται με μουντζούρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • μουντζομύτης — και μουζομύτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που έχει μελανή μύτη 2. είδος ζώου, πιθ. το κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + μύτης (< μύτη), πρβλ. γεροκο μύτης, καμπουρο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • μουντζοπαντρεμένη — και μουτζοπαντρεμένη, ἡ (Μ) παντρεμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + παντρεμένη (< παντρεύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • μουντζοστακτοσύνη — και μουζοστακτοσύνη, η (Μ) αισχρή, επονείδιστη πράξη που επισύρει τη διαπόμπευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + στάκτη + κατάλ. σύνη] …   Dictionary of Greek

  • μουντζώνω — και μουτζώνω (Μ μουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ. 1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία τής μούντζας, φασκελώνω 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»